ξυμφέροντα

ξυμφέροντα
συμφέρω
bring together
pres part act neut nom/voc/acc pl
συμφέρω
bring together
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυμφέροντ' — ξυμφέροντα , συμφέρω bring together pres part act neut nom/voc/acc pl ξυμφέροντα , συμφέρω bring together pres part act masc acc sg ξυμφέροντι , συμφέρω bring together pres part act masc/neut dat sg ξυμφέροντι , συμφέρω bring together pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”